- φουκαριάρικος
- -η, -ο, Ν1. φουκαράς2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φουκαρά (α. «φουκαριάρικη ζωή» β. «φουκαριάρικος μισθός»).[ΕΤΥΜΟΛ. < φουκαράς + κατάλ. -ιάρικος (πρβλ. ψωρ-ιάρικος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φουκαριάρης, -α, -ικο — και φουκαριάρικος, η, ο επίρρ. α ο φουκαράς (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)